- μοναδόν
- μον-ᾰδόν, [dialect] Ion. [full] μουνᾰδόν, Adv.,A = μονάδην, Opp.H.1.444.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
ՄԻԱՅՆ — (ոյ, ով, միայնից կամ միայնց.) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c ա. μόνος solus. եւս եւ Միայն անհոլով՝ ունի զզօրութիւն ամենայն հոլովից, մակբայ կարծեցեալ ʼի մեզ. Մի այն եւեթ. մէն. մեկին. միակ. մին. միական.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)